ἀνεγείρει

ἀνεγείρει
ἀνεγείρω
wake up
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀνεγείρω
wake up
pres ind mp 2nd sg
ἀνεγείρω
wake up
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Κεράων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας των Σπαρτιατών και συμβόλιζε το κέρασμα του κρασιού. Οι υπηρέτες που κερνούσαν το κρασί και παρασκεύαζαν το ψωμί στα σπαρτιατικά συσσίτια είχαν ανεγείρει άγαλμα προς τιμήν του. * * * Κεράων, ωνος, ὁ (Α) (στη Σπάρτη) …   Dictionary of Greek

  • αποθέωση — Από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους, με βάση μια ορισμένη τελετή, οι άνθρωποι θεοποιούσαν διάφορα άτομα, που διακρίνονταν για τις σωματικές και πνευματικές τους ικανότητες, είτε όσο ζούσαν είτε μετά τον θάνατό τους. Τέτοια πρόσωπα ήταν συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • αριστοκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ορχομενού της Αρκαδίας (7ος αι. π.Χ.). Υπήρξε σύμμαχος του Μεσσήνιου Αριστομένη στους αγώνες του εναντίον της Σπάρτης. Τον πρόδωσε δύο φορές στους Σπαρτιάτες. 2. Αθηναίος στρατηγός (; – 406 π.Χ.). Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • δεκάτη — Φόρος που είχε επιβληθεί από τον Πεισίστρατο στα αγροτικά προϊόντα των Αθηναίων και αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της παραγωγής τους. Οι Πεισιστρατίδες μείωσαν τον φόρο αυτό στο ένα εικοστό. Αργότερα, ο Ξενοφών επέβαλε τη φορολογία στους… …   Dictionary of Greek

  • Αντελάμι, Μπενεντέτο — (Benedetto Antelami, 1150; – 1225;). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. To επώνυμό του υποδηλώνει ότι ανήκε στην ομάδα των αντελαμών δασκάλων, που κατάγονταν από τη λίμνη του Κόμο και εργάστηκαν ως αρχιτέκτονες και διακοσμητές στη βόρεια Ιταλία… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βολέσλαος ή Βολεσλαύος — I (Boleslaus).Όνομα ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Β. Α’, ο Ανδρείος (966; – 1025). Δούκας (992 1000) και βασιλιάς της Πολωνίας (1000 25). Γιος του δούκα της Πολωνίας Νιετσίσλαφου, ήταν ο πρώτος Πολωνός ηγεμόνας που αναγορεύτηκε βασιλιάς αφού είχε… …   Dictionary of Greek

  • Γολγοθάς — Τοποθεσία κοντά στην Ιερουσαλήμ, όπου, σύμφωνα με την αφήγηση των Ευαγγελιστών, σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός. Η λέξη ερμηνεύεται από τους Ευαγγελιστές ως κρανίου τόπος και προέρχεται από την εβραϊκή λέξη γολγολέθ που σημαίνει κρανίο. Η ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • Δεκέλεια — Οικισμός ενσωματωμένος στον δήμο Αχαρνών του νομού Αττικής. Η Δ. ονομάζεται και Τατόι. Η ονομασία Δ. αναφέρεται και σε περιοχή της Αττικής κατά την αρχαιότητα, η οποία βρισκόταν στις νοτιοανατολικές πλαγιές της Πάρνηθας. Ήταν μία από τις 12… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”